- χύλωμα
- το образование кашеобразной массы; превращение в кашеобразную массу; разваривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χύλωμα — το, Ν [χυλῶ / ώνω] μετατροπή σε χυλό, πολτοποίηση … Dictionary of Greek
χύλωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του χυλώνω, το εκχύλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάλυμα — το [αναλύω] 1. διάλυση, λειώσιμο 2. μαλάκωμα κάποιου πράγματος με νερό, χύλωμα 3. ξετύλιγμα τού νήματος από το αδράχτι … Dictionary of Greek
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
λαπάδιασμα — το [λαπαδιάζω] το αποτέλεσμα τού λαπαδιάζω, χύλωμα … Dictionary of Greek
λειώσιμο — το [λειώνω] τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση 2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα 3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα … Dictionary of Greek
λαπάδιασμα — το, ατος το να γίνει κάτι λαπάς, το χύλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)